στραπατσάρισμα — το, Ν [στραπατσάρω] 1. πρόκληση καταστροφής 2. μτφ. μείωση τής αξίας πράγματος ή τής δύναμης ή τής αξιοπρέπειας ενός προσώπου, εξευτελισμός … Dictionary of Greek
στραπατσάρισμα — το 1. ζημία, βλάβη. 2. εξευτελισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξευτελισμός — ο ηθική μείωση, ταπείνωση, καταρράκωση, στραπατσάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαλάκωμα — το, ατος 1. ζάρωμα, σούφρωμα, στραπατσάρισμα: Τσαλάκωμα της γραβάτας. 2. μτφ., ηθικός εξευτελισμός, στραπάτσο: Με την καταδίκη του έπαθε τσαλάκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)