στραπατσάρισμα

στραπατσάρισμα
τό
1) порча, приведение в негодность; переворачивание вверх дном; 2) причинение ущерба, убытка, нанесение урона; 3) опозоривание, поношение; унижение, дискредитирование, дискредитация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στραπατσάρισμα" в других словарях:

  • στραπατσάρισμα — το, Ν [στραπατσάρω] 1. πρόκληση καταστροφής 2. μτφ. μείωση τής αξίας πράγματος ή τής δύναμης ή τής αξιοπρέπειας ενός προσώπου, εξευτελισμός …   Dictionary of Greek

  • στραπατσάρισμα — το 1. ζημία, βλάβη. 2. εξευτελισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευτελισμός — ο ηθική μείωση, ταπείνωση, καταρράκωση, στραπατσάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλάκωμα — το, ατος 1. ζάρωμα, σούφρωμα, στραπατσάρισμα: Τσαλάκωμα της γραβάτας. 2. μτφ., ηθικός εξευτελισμός, στραπάτσο: Με την καταδίκη του έπαθε τσαλάκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»